Σελίδες

Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2013

Όρος Λύκαιον, η Ιερή Κορυφή των Αρκάδων και ο Πάνας

Το όρος Λύκαιο (1421 μ.) βρίσκεται στα σύνορα σχεδόν των νομών Αρκαδίας και Μεσσηνίας, κοντά στη Μεγαλόπολη (30 χιλ.) και δεσπόζει με τον όγκο του στη δυτική πλευρά του λεκανοπέδιου της.

«Λύκαιο» σημαίνει λαμπρό και άφθονο φώς

Αρχίζει από την αριστερή όχθη του Αλφειού ποταμού και φτάνει σχεδόν κοντά στα παράλια του κόλπου της Κυπαρισσίας.
Οι ντόπιοι το λένε σήμερα και Διαφόρτι δηλαδή «πέρασμα του Διός».
Η ψηλότερη κορυφή του (Προφήτης Ηλίας) -χαρακτηριστικά κωνική όπως τα περισσότερα ελληνικά βουνά- είναι φωτεινότατη, κυριολεκτικά λουσμένη στο φως του Πελοποννησιακού χώρου τις περισσότερες μέρες του χρόνου. 

Παράλληλα, η θέα που προσφέρει στον επισκέπτη είναι μοναδική και τον αποζημιώνει καθώς του χαρίζει την αίσθηση της εξουσίας του μισού Μοριά, με ένα ορίζοντα διαυγή και πανοραμικό: τη γόνιμη λεκάνη του Αλφειού ανατολικά, το όρος Μύνθη, τους ορεινούς όγκους του Μαινάλου και του Ταϋγέτου, την κοιλάδα του Αλφειού μέχρι το Ιόνιο, την Κυλλήνη και τον Ερύμανθο.

Ο υπέρλαμπρος ήλιος που λούζει την κορυφή του φαίνεται να γέννησε και το όνομά του βουνού κατά την αρχαιότητα. «Λύκαιο» σημαίνει λαμπρό και άφθονο φώς και προέρχεται από την πανάρχαια ρίζα «λύκ» (από όπου προέρχονται οι λέξεις λυκόφως, κ.α.).
Η Ευγενία Δερεχάνη («ΤΟ ΟΡΟΣ ΛΥΚΑΙΟ ΚΑΙ ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ ΑΡΚΑΔΕΣ», εκδόσεις ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΝΩ ΚΑΡΥΩΤΩΝ ΑΡΚΑΔΙΑΣ, Αθήνα 1985, σελ.168) υποστηρίζει ότι η λέξη Λύκαιο παράγεται από τη ρίζα λύκ -λύκη και είναι λέξη καθαρά Αρκαδική. Διατηρήθηκε, όπως πολλά άλλα των Αρκάδων, που έμειναν μακριά από επιμειξίες και σοβαρούς επηρεασμούς και πέρασε στους μετέπειτα. Σημαίνει δε φως. Παρόμοια είναι τα σανσκριτιτικά ruk.rok-e (luceo), λατινικά lux, luceo (φωτίζω), luna (luc-na), γοτθ. Liuh-ath (φως), γερμ. Lioht (light), σλαβ. Luc-a, λιθ. Lauk-as. Από την ίδια ρίζα προέρχονται και τα λυκαυγές, λυκόφως, λύχνος, λύγδος, λευκός, λαμπάς, λυκαυγές, Λύκειον κ.ά. Λύκαιο λοιπόν είναι εκείνο που έχει σχάση με το φως, που ανάγεται κατά τρόπο στο φως. Λύκαιο σημαίνει εκείνο που φωτίζει, από το οποίο πηγάζει φως, εκείνο που εκπέμπει φως, το φωτεινό"

Το Λύκαιο με την αρχαία πόλη Λυκόσουρα και τις άλλες μικρότερες αρκαδικές κώμες (όπως η Τραπεζούντα και η Βασιλίς) στις γόνιμες πλαγιές του, ήταν το λίκνο των αρχαίων Αρκάδων βασιλέων και του αρκαδικού πολιτισμού από τα προϊστορικά χρόνια. Συγχρόνως όμως υπήρξε σημαντικό θρησκευτικό κέντρο όπου λατρευόταν ο Δίας, ο Απόλλων, ο Πάνας και η Δέσποινα. Με το πλούσιο φως του, τα ποικίλα χρώματά του και το άφθονο πράσινο στις πλαγιές του ήταν το ιερό βουνό των αρχαίων Αρκάδων, οι οποίοι είχαν αναπτύξει για την κορυφή του μια πολύ σημαντική λατρευτική μυθολογία, και μια πλούσια πολιτιστική ιστορία. Οι τοπικοί μύθοι μάλιστα, ήθελαν τον Δία να έχει γεννηθεί στη θέση «Κρητέα» του βουνού, και να έχει ανατραφεί από τις τρεις εντόπιες Νύμφες, την Αγνώ, την Νέδα και τη Θεισόα.
         
Ο Παυσανίας αναφέρει:
«Στά αριστερά του ιερού της Δεσποίνης βρίσκεται το βουνό Λύκαιον. Μερικοί Αρκάδες το ονομάζουν και Όλυμπο, άλλοι Ιερή κορυφή. Και λένε ότι ο Ζεύς σ' αυτό το βουνό ανατράφηκε. Υπάρχει κιόλας στο Λύκαιο και μία περιοχή που την λένε Κρητέα -αυτή η Κρητέα βρίσκεται αριστερά από το άλσος του λεγόμενου Παρρασίου Απόλλωνος- και οι Αρκάδες υποστηρίζουν ότι η Κρήτη, όπου κατά την Κρητική παράδοση ανατράφηκε ο Ζεύς, είναι αυτός ο τόπος και όχι το νησί.»

Ο ΒΩΜΟΣ

Σ' αυτή την κορυφή λατρευόταν ο Λύκαιος Δίας και υπήρχε ο περίφημος βωμός των θυσιών, "το χώμα γης" του Παυσανία, καθώς και το άβατο τέμενος του θεού.  Αποτελούσε το μεγάλο υπαίθριο Iερό, το σπουδαιότερο και σεβαστότερο σε όλη την Αρκαδία, γι'αυτό και η κορυφή αυτή λεγόταν και Αρκαδικός Όλυμπος. Επιστεύετο μάλιστα πως εδώ η ύλη έχανε τον ίσκιο της και έφεγγε αυτόφωτα, ανατρέποντας έτσι κάθε εξήγηση των φυσικών φαινομένων. Σ' αυτό το βωμό και το τέμενος του Λύκαιου Δία, απαγορευόταν η είσοδος των κοινών θνητών. Ο Παυσανίας περιγράφει τους αρκαδικούς μύθους, την λατρεία και ιστορικά στοιχεία και πολιτιστικά στοιχεία, όπως και άλλοι αρχαίοι συγγραφείς και όπως αυτά αποκαλύφθηκαν με τις ανασκαφές.
«Το όρος Λύκαιον έχει να επιδείξει και άλλα αξιοθαύμαστα και προπάντων το ακόλουθο. Υπάρχει εκεί ένα τέμενος του Λυκαίου Διός στο οποίο δεν επιτρέπεται να μπή άνθρωπος. Αν κάποιος παραβή τον κανόνα και μπει μέσα, είναι αναπότρεπτο να μη ζήση πάνω από χρόνο. Έλεγαν ακόμα ότι όλα όσα θα τύχαινε να βρεθούν μέσα στο τέμενος, είτε ζώα είτε άνθρωποι, δεν έριχναν σκιά. Και στην Συήνη, δώθε από την Αιθιοπία, συμβαίνει να μη σχηματίζεται σκιά ούτε από δέντρο ούτε από κανένα ζωντανό, όσον καιρό ο ήλιος βρίσκεται στον αστερισμό του Καρκίνου -αλλά στο τέμενος του Λυκαίου το ίδιο γίνεται με τις σκιές, πάντα και σε κάθε εποχή του χρόνου. Στην ψηλότερη κορυφή του βουνού είναι ένας σωρός από χώμα, βωμός του Λυκαίου Διός, από όπου φαίνονται τα περισσότερα μέρη της Πελλοπονήσου -μπροστά στον βωμό ανατολικά, υψώνονται δύο κίονες όπου υπήρχαν άλλοτε επίχρυσοι αετοί. Σ'αυτό τον βωμό θυσιάζουν μυστικά στον Λύκαιο Δία. Να δείξω πολυπραγμοσύνη σε ό,τι αφορά στη θυσία, δεν μου ήταν ευχάριστο, ας τα αφήσουμε λοιπόν εκεί που είναι και κει που ήταν πάντα.»
Ο Δ. Ν. ΓΟΥΔΗΣ αναφέρει:
«...περί του Τεμένους τούτου πολλά θαυμαστά. Μόνον ο ιερεύς του Διός εδικαιούτο να εισέρχεται εντός αυτού, ουδείς δε άλλος των ανθρώπων. Εάν όμως των ανθρώπων τις καταφρονών του νόμου εισήρχετο, ήτο αδύνατον να επιζήσει πλέον του έτους. Μήπως διότι από της στιγμής εκείνης το πνεύμα αυτών ήρχιζε να αποχωρίζεται του σώματος διά τον επικείμενον θάνατον, τα δε πνεύματα είναι άσκιά; ή διότι οι Αρκάδες ελιθοβόλουν πάντα εκουσίως εισερχόμενον εις το ιερόν; ή μήπως διότι το Λύκαιον εκαλείτο Όλυμπος, εν δε τη Ολυμπία κατοικία του υπάτου των θεών απλούται αιώνιος αίθρη ανέφελος και λευκή αίγλη, ως λέγει ο Όμηρος; ή μήπως ο Ζευς Λύκαιος είναι θεός του φωτός, και εν τόπω όπου ανάσσει ο θεός του φωτός η σκιά δεν δύναται να έχει θέσιν; αλλ' η λ. Λύκαιος σημαίνει πιθανότατα τον λυκοθεόν, τον θεόν λύκον ή τον θεό ως λύκον...» (ΑΡΚΑΔΙΚΑ. 1988 τόμος Ζ΄. «ΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΘΥΣΙΑΙ ΕΝ ΤΗ ΑΡΧΑΙΑ ΑΡΚΑΔΙΑ» ΔΗΜ. Ν. ΓΟΥΔΗΣ)

ΤΟ ΑΣΥΛΟ


Κοντά στο ιερό του Διός υπήρχε κατοικία για τον ιερέα, ένα τμήμα της οποίας χρησιμοποιούσαν σαν ξενώνα, αλλά και σαν κατοικία εκείνων που καταδιωγμένοι ζητούσαν άσυλο και προστασία από το θεό. Ένα τέτοιο περιστατικό αναφέρει ο Θουκιδίδης για το βασιλιά της Βασιλιά της Σπάρτης Πλειστοάνακτα:
«Χρόνω δε προτρέψαι τους Λακεδαιμονίους φεύγοντα αυτόν εις το Λύκαιον δια την εκ της Αττικής ποτέ μετά δώρων δοκούσαν αναχώρησιν και ήμισυ της κατοικίας του ιερού τότε Διός οικούντα φόβω των Λακεδαιμονίων» (Θουκ. Ε΄ 16).
«Με το πέρασμα του χρόνου παρακινήθηκαν οι Λακεδαιμόνιοι να τον ανακαλέσουν (τον Πλειστοάνακτα) γιατί είχε καταφύγει στο Λύκαιο, λόγω της υποχωρήσεως κάποτε από την Αττική, που νομίσθηκε ότι έγινε με δωροδοκία, και ενώ κατοικούσε (ο Πλειστοάναξ) στο ήμισυ της οικίας του ιερού του Διός, από φόβο των Λακεδαιμονίων».

Ο ΒΩΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΘΥΣΙΕΣ

Μερικές δεκάδες μέτρα από το ιερό τέμενος... «στην ψηλότερη κορυφή του όρους Λυκαίου υπάρχει ένας σωρός από χώμα, που είναι βωμός του Διός του Λυκαίου και από το μέρος εκείνο είναι ορατά τα περισσότερα μέρη της Πελοποννήσου» (Παυσ. Η 38, 7). [«Σ' αυτόν το βωμό τελούν μυστικές θυσίες προς τιμήν του Λυκαίου Διός, αλλά δεν μου είναι ευχάριστο να ειπώ λεπτομέρειες σχετικά με αυτές τις θυσίες και ας γίνονται όπως είναι καθιερωμένες από την παράδοση». (Παυσ. Η 38, 7)]

«Ο βωμός του Λυκαίου είναι της πιο αρχέγονης εποχής και τα ευρήματα εκεί, ιδίως τα αγαλμάτια, που τοποθετήθηκαν πολύ αργότερα από την αρχική του χρησιμοποίηση, αφού από τη βάση ως την κορυφή -επιφάνεια, που βρέθηκαν, το "γης χώμα" είναι ολόκληρος λόφος, ανήκουν στα πρώτα στο είδος, δηλαδή στη γεωμετρική εποχή, κοντά στο 1000 π.Χ.» (ΤΟ ΟΡΟΣ ΛΥΚΑΙΟΝ ΚΑΙ ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ ΑΡΚΑΔΕΣ, Ευγενίας Δερεχάνη, Αθήνα 1985)

Είναι ολοφάνερο ότι εδώ ο Παυσανίας εννοεί τις ανθρωποθυσίες τις οποίες θεωρεί αποτρόπαιο γεγονός και για τις οποίες δεν επιθυμεί να μιλήσει. Όμως είναι γεγονός ότι "...και στον 4ο προχριστιανικό αιώνα, πάνου στο βουνό της Αρκαδίας Λύκαιον κρατούσε τελετουργική ανθρωποφαγία. Στην πανήγυρη του Λυκαίου Διός θυσιαζόταν ένα παιδί. Το κρέας ή τα σπλάχνα του ψήνονταν μ' άλλα κρέατα μαζί (γνώριμος μετριασμός της ιερουργικής ανθρωποφαγίας) και τα έτρωγαν. Όποιος τύχαινε να φάει από το κρέας του παιδιού, μεταμορφωνότανε σε λύκο κ' έφευγε στην ερημιά, για να ξαναγίνει άνθρωπος αν μέσα στα εννιά χρόνια που ακολουθούσανε δε δοκίμαζε σα λύκος ανθρώπινο κρέας. Οι ιερουργοί και τα θύματα είναι από ορισμένο γένος, του Λυκάονα, που το όνομά του σχετίζεται με το Λύκαιον και τους λύκους. Εδώ εικάζεται η μυητική τελετή ενός γένους ή θιάσου "Λύκων" ή "Λυκανθρώπων" (το τοτεμικό γένος μετασχηματίζεται σε θίασο όταν επιζεί), με βρεφοφαγική μετάληψη και με "Αναχώρηση" (αποτράβηγμα στην ερημιά) των μυουμένων "Λύκων". Η ιερουργία καθρεφτίζεται στο μύθο του γενάρχη Λυκάονα που θυσίασε βρέφος στο βωμό του Λυκαίου Διός και μεταμορφώθηκε από τον Δία σε λύκο...". Π. Λεκατσά, ΔΙΟΝΥΣΟΣ Κατά άλλους τελούνταν ανθρωποθυσίας στην κορυφή του Λύκαιου όρους από βοσκούς μέχρι το δεύτερο μ.Χ. αι.

Αυτή η κορυφή αγγίζει τον ουρανό και χάνεται πότε στο πηγαίο άπλετο φως του και πότε στην αντάρα του. Το μυστήριο διάχυτο. Τα μυστικά καλά κρυμμένα και τα αιώνια ερωτήματα αναπάντητα. Σε τούτο εδώ τον χώρο, χιλιάδες χρόνια τώρα, ο άνθρωπος βρήκε το Θεό. Εδώ μίλησε μαζί του, προσευχήθηκε σ' αυτόν, τον παρακάλεσε, προσπάθησε να εξευμενίσει την οργή του προσφέροντας θυσίες...

Ο ΙΠΠΟΔΡΟΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΤΑΔΙΟ

Πιο χαμηλά,σε ένα οροπέδιο θεϊκής γαλήνης και ομορφιάς, το "Ελληνικό", ή "Κάτω Κάμπος", υπάρχουν τα ερείπια του ιερού του Πάνα, του ξενώνα, της μεγάλης στοάς, των κρηνών, των δεξαμενών καθώς και του Σταδίου στο οποίο διακρίνονται και σήμερα οι πέτρες της αφετηρίας, και ιππόδρομος του οποίου διακρίνονται τα λίθινα εδώλια. Στο χώρο του σταδίου και στο ιπποδρόμιο γίνονταν οι αθλητικοί, ιπποδρομικοί και μουσικοί αγώνες, τα
Λύκαια.

«Έστι δε, και ιππόδρομός τε και προ αυτού στάδιον. Το δε αρχαίον των Λυκαίων ήγον τον αγώνα ενταύθα. Έτσι δε αυτόθι και ανδριάντων βάθρα, ουκ επόντων έτι ανδριάντων. Ελεγείον δε επί των βάθρων ενί Αντυάνακτος φήσιν είναι την εικόνα, τον δε Αντύνακτα είναι γένος των από Αρκάδος.» (Παυσ. Η 38, 5)
["Επάνω στο Λύκαιον είναι κι ένα ιερό του Πανός και γύρω από αυτό ένα άλσος με δέντρα κι ένας ιππόδρομος που έχει μπροστά του ένα στάδιο. Εδώ έκαναν τον παλιό καιρό τους αγώνες των Λυκαίων. Υπάρχουν επίσης σ' αυτό το μέρος βάθρα ανδριάντων, μα χωρίς αγάλματα τώρα πιά. Σ' ένα από τα βάθρα, δίστιχο γραμμένο λέει ότι ο ανδριάντας ήταν κάποιου Αντυάνακτος ο δε Αντυάναξ κατάγεται από το γένος του Αρκάδα"]

Η θέση του Λυκαίου όρους και του αρχαιολογικού του χώρου, η ιερότητα της λατρείας του Δία και του Πάνα όπως και των άλλων θεών της περιοχής, η παλαιότητα της εκδήλωσης των Λυκαίων αγώνων και η ποικιλία των τοπικών παραδόσεων, συμβάλλουν στην θεώρηση του βουνού σαν Αρκαδικού Ολύμπου

ΟΙ ΧΡΥΣΟΙ ΑΕΤΟΙ

Οι αρχαίοι Αρκάδες  τιμούσαν τον θεό τους στον υπαίθριο ναό της κορυφής την οποία θεωρούσαν κέντρο της γης. Είχαν μάλιστα κατασκευάσει εκεί δύο ψηλούς κίονες, λίγες δεκάδες από την είσοδο του ιερού τεμένους, που  η σύλληψη τους και αρχιτεκτονική τους ήταν αριστουργηματική. Πάνω τους υπήρχαν δύο χρυσοί αετοί, που κοιτούσαν συμβολικά ο ένας προς την ανατολή κι ο άλλος προς την δύση.          
"προ του βωμού κίονες δύο ως επί ανίσχοντα εστήκασιν ήλιον, αετοί δ' επ' αυτοίς επίχρισοι τά γε έτη παλαιότερα επεποίηντο" (Παυσ. Η 38, 7)"
["Μπροστά στο βωμό προς την ανατολική πλευρά υπάρχουν δύο κίονες πάνω στους οποίους κατά την παλαιά εποχή είχαν τοποθετήσει δύο χρυσούς αετούς.."]
Υπήρχε η δοξασία πως αν θα πετούσαν κι έκαναν το γύρο του κόσμου θα συναντιόντουσαν και πάλι στο ίδιο εκείνο σημείο, καθώς πίστευαν πως αυτός ήταν ο ομφαλός της γης. Ο Παυσανίας μάλιστα αναφέρει μια αξιοσημείωτη εικόνα ανάμεσα στην κορυφή του Λύκαιου όρους και στο ναό του Απόλλωνα στις Βάσσες. Την ώρα της ανατολής, καθώς ο ήλιος αγγίζει πρώτα την λύκαια κορυφή,  το σχήμα των φτερών των αητών αλληλοφωτιζόμενο πολλαπλασίαζε το καθρέφτισμα του ήλιου, που έφτανε να αντανακλάται ως τις χαμηλότερες πλαγιές, και μάλιστα κτυπούσε πάνω στο μπρούτζινο άγαλμα του Απόλλωνα, στο ναό του στις Βάσσες, σε απόσταση ευθείας γραμμής πέντε χιλιόμετρων, προς τα δυτικά. Το άγαλμα του Απόλλωνα ήταν τοποθετημένο απέναντι σε τέτοια θέση, έτσι που δέχεται πρώτο την αντανάκλαση του φωτός από τους χρυσούς αετούς, πριν ακόμη το φως του ήλιου φωτίσει όλο την περιοχή, ώστε να σχηματίζεται, γύρω από το κεφάλι του θεού φωτοστέφανο. Οι αρχαίοι κάτοιχοι της περιοχής  των Βασσών, στο πρώιμο ξημέρωμά τους έκθαμβοι αντίκρυζαν το επάνω μέρος της κεφαλής του μπρούτζινου αγάλματος να φωτίζεται ακτινωτά από το καθρέφτισμα των ηλιακτίδων και το δέχονταν σαν ευνοϊκό μήνυμα επικοινωνίας του Λύκαιου Δία από την κορυφή με το θεό Απόλλωνα στις Βάσσες. Eκείνη την ώρα του λυκόφωτος, το φωτοστέφανο γύρω από το κεφάλι του αγάλματος του Απόλλωνα αποτελούσε για τους αρχαίους κατοίκους της περιοχής δείγμα ότι ο κραταιός Λύκαιος Δίας, ο Φωτεινός Δίας, της κορυφής του Λυκαίου, έστελνε το καθαρό μήνυμά του στον Επίκουρο Απόλλωνα.

Η ΠΗΓΗ ΑΓΝΩ


"της δε Αγνούς, ή εν τω όρει τω Λυκαίω πηγή κατά τα αυτά ποταμώ Ίστρω πέφυκεν ίσον παρέχεσθαι το ύδωρ εν χειμώνι ομοίως και εν ώρα θέρους". (Παυσ. Η΄ 38,4)
["Από δε την (νύμφη) Αγνώ (ονομάσθηκε) η πηγή στο όρος Λύκαιο η οποία όπως και ο ποταμός Ίστρος βγάζει την ίδια ποσότητα νερού χειμώνα καλοκαίρι."]

Όταν ο ήλιος γείρει στην Ιερή κορυφή, το ελαφρό δροσερό βοριαδάκι που κουβαλάει μαζί με το μύρο του χόρτου σα θυμίαμα και χιλιάδες πανάρχαιους μυστηριακούς ψίθυρους, σκορπά ρίγη στο σύγχρονο προσκυνητή. Ίσως... αν σταθεί ακίνητος, να δει τον ιερέα του Λυκαίου Δία να κατεβαίνει μουρμουρίζοντας προσευχές από την ιερή κορυφή μετά τη θυσία, να αναταράξει τα νερά της Αγνούς. Ο
Δ. Ν. ΓΟΥΔΗΣ αναφέρει:
"προς την πηγήν Αγνώ συνεδέετο επισημοτάτη και παραδοξοτάτη τελετουργική πράξις του ιερέως του Διός Λυκαίου. Οσάκις δηλ. μακρά ξηρασία ηπείλει την εσοδείαν των καρπών και τα δένδρα της χώρας, τότε ο ιερεύς του Διός προσευχηθείς εις το ύδωρ και τελέσας τας θυσίας, όσας ο ιερός νόμος επέβαλλε εις αυτόν, κατεβίβαζεν εις την πηγήν κλάδον δρυός και ανετάρασσε δι αυτού τα επιπόλαια του ύδατος στρώματα και ω του θαύματος! Μετά την ανακίνησιν του ύδατος ευθύς ανήρχοντο εκείθεν πυκνοί υδρατμοί όμοιοι προς ομίχλην, αύτη μετ' ολίγον μετεσχηματίζετο εις νέφος και τούτο παρασύρον κατ' ολίγον εις εαυτό και άλλα νέφη προεκάλει βροχήν εν Αρκαδία, δροσίζουσαν και ποτίζουσαν την κατάξηρον γην" (ΑΡΚΑΔΙΚΑ. 1988 τόμος Ζ΄. "ΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΘΥΣΙΑΙ ΕΝ ΤΗ ΑΡΧΑΙΑ ΑΡΚΑΔΙΑ" ΔΗΜ. Ν. ΓΟΥΔΗΣ).
          
O πολιτισμός του Λυκαίου και της αρχαίας Παρασσίας χάνεται στους προϊστορικούς χρόνους, όπου ο μύθος συμπλέκεται με την Ιστορία. Σε κάθε περίπτωση όμως το βουνό είναι στενά δεμένο με την ιστορία της Αρκαδίας. Μέσα στο φως του Λυκαίου όρους πολύ πριν τα Ολύμπια και τα Παναθήναια δημιουργήθηκε το "Κοινό των Αρκάδων", και αναπτύχθηκε το "Αρκαδικόν Ιδεώδες". Είναι αυτό που δίνει ένα μήνυμα αισιοδοξίας για την ανθρώπινη ζωή. Ήταν αυτό που ενθουσίασε τον ποιητή Fredrich Schiller, ώστε να ομολογήσει το: "et ego in Arkadia"και εμψύχωσε τόσο βαθιά τους μακρινούς περιηγητές ώστε να δώσουν στην Αρκαδία το συνώνυμο του Παραδείσου.

Ο θεός Πάνας, ο θεός των αρκαδικών βουνών
«Αρκάσι γάρ θεών αρχαιότατός τε και τιμιώτατος ο Πάν...»

Διονύσιος ο Αλικαρναυσεύς (6th century A.D)



Ο Πάνας ήταν ο τραγοπόδαρος θεός των ποιμένων και των ποιμνίων και κατοικούσε σύμφωνα με τους αρχαίους Έλληνες στα βουνά της Αρκαδίας. Ήταν γιος του αγγελιοφόρου των θεών, του Ερμή και της Νύμφης Δρυόπης. Το παιδί που αυτή γέννησε είχε αποκρουστική όψη, πόδια τράγου, μυτερά αυτιά, δυο κέρατα στο κεφάλι και το προσωπό που καλυπτόταν από πυκνή γενειάδα. Η Δρυόπη μόλις τον είδε τρόμαξε και τράπηκε σε φυγή εγκαταλείποντας το παιδί της. Ο Ερμής τότε τον λυπήθηκε, τον πήρε στην αγκαλιά του και τον έφερε στην κατοικία των θεών, στον Όλυμπο. Όλοι οι θεοί μόλις τον είδαν άρχισαν να γελούν γοητευμένοι από τη μορφή του. Περισσότερο δε απ' όλους, ο θεός του κεφιού, ο Διόνυσος, που με χαρά δέχτηκε να έρθει στη συντροφιά του και τον ονόμασε Παν, επειδή οι πάντες ευχαριστήθηκαν όταν τον είδαν.

Οι ποιμένες τον θεωρούσαν ως προστάτη τους και έκαναν συχνά σπονδές και αφιερώσεις σε αυτόν. Προστάτη τους τον θεωρούσαν επίσης και όσοι μάχονταν κι αγωνίζονταν δίκαια, γιατί θεωρούσαν ότι με τη βοήθειά του θα καταφέρναν να τρέψουν σε φυγή τους εχθρούς τους, σπέρνοντάς τους τον πανικό, λέξη που προέρχεται από το όνομα του θεού. Αλλά και ο ίδιος ο Πάνας απαιτούσε από τους θνητούς να μην ολοιγορούν να του κάνουν αφιερώσεις. Ιδιαίτερα οι αρχαίοι Αρκάδες λάτρευαν τον Πάνα και τον αναγνώριζαν σαν το δικό τους θεό. Του αφιέρωσαν ιερά, όπως στο Λύκαιο και στη Μεγαλόπολη, έκτισαν βωμούς και του αφιέρωσαν μυσταγωγικές τελετουργίες προς τιμήν του, τελετουργίες που απαιτούσαν μύηση από τους νέους λατρευτές. Η μορφή του εμφανίζεται - συχνά επιβλητική και άλλοτε αινιγματική - σε ανάγλυφες επιτύμβιες στήλες, σε αναθήματα, γλυπτά και σε νομίσματα.

Κατά τους αρχαίους, ο Πάνας περιφερόταν συνήθως στη φύση, κύρια στα βουνά της Αρκαδίας, το Μαίναλο, το Λύκαιο, στον ποταμό Λάδωνα και το Αφροδίσιο όρος. Τριγυρνούσε ανάμεσα στα βράχια, στα βουνά και στα ποτάμια σκορπώντας τις μελωδίες του αυλού του. Πλούσιες άλλωστε είναι οι αναφορές της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας στο θεό. Μάλιστα φέρεται να είναι αυτός που επινόησε τη σύριγγα, δηλαδή τον αυλό. Δεμένος με αυτήν είναι ένας από τους κορυφαίους σχετικούς μύθους, που αναφέρεται στον Πάνα και τη νύμφη Σύριγγα. Ο Πάνας περιφερόταν συχνά στην περιοχή του Λάδωνα, οπότε όταν συνάντησε την ωραία νύμφη άρχισε να την κυνηγά. Κάποια στιγμή την πλησίασε και άπλωσε τα χέρια του να την πιάσει, ενώ εκείνη έφτανε στις όχθες του ποταμού. Τότε εκείνη εξαντλημένη, παρακάλεσε τον Λάδωνα να την βοηθήσει και αυτός, την μεταμόρφωσε σε καλαμιά. Έτσι ο Πάνας βρέθηκε να κρατά, αντί για την νύμφη, ένα καλάμι. Απογοητευμένος ο Πάνας στάθηκε δίπλα στην όχθη του ποταμού κρατώντας το καλάμι, οπότε άκουσε τον ήχο του αέρα που περνούσε μέσα απ' αυτό. Τότε έκοψε και άλλα καλάμια σε διαφορετικό μήκος, τα ένωσε κλιμακωτά με κερί κι έτσι έφτιαξε τη σύριγγα που επικράτησε να λέγεται "αυλός του Πανός".

Στις αναπαραστάσεις του ο Πάνας πάντα κρατούσε στο ένα χέρι τη σύριγγα και στο άλλο συνήθως μια γκλίτσα. Επειδή η μορφή του ήταν αλλόκοτη και τρόμαζε όσους πλησίαζε, ήταν συνήθως μόνος του, βρίσκοντας πάντα θερμή υποδοχή στην παρέα των Σάτυρων και του Διονύσου. Ο Πάνας φημιζόταν για τη μουσική και τις μελωδίες του με τις οποίες μάγευε τα ζώα, τα πουλιά και τις Νύμφες του δάσους. Αγαπούσε το τραγούδι, το χορό και το γλέντι και επιδιδόταν σε αυτά, με συντροφιά τις Νύμφες, το Διόνυσο και τους Πανίσκους.

H άμιλλα του Πάνα με τον Απόλλωνα στη μουσική ήταν παροιμιώδης. Ο Πάνας που καμάρωνε για τη μουσική που έβγαξε με την φλογέρα του, κάποτε κάλεσε τον ίδιο το θεό Απόλλωνα να παραβγεί μαζί του. Ο Απόλλωνας ήρθε ντυμένος με πορφυρό μανδύα, με τη χρυσή του λύρα στο χέρι και δάφνινο στεφάνι στο κεφάλι. Πρώτος άρχισε να παίζει ο Πάνας. Οι απλές και γλυκές μελωδίες από την τσομπάνικη φλογέρα του αντιλαλούσαν στις γύρω βουνοπλαγιές. Μόλις τελείωσε το τραγούδι του ο Πάνας και έσβησε και ο τελευταίος απόηχος από τη μουσική του, ο Απόλλωνας άγγιξε τις χρυσές χορδές της λύρας του. Τότε οι εξαίσιοι ήχοι μιας θεικής μουσικής και μιας ουράνιας μελωδίας ξεχύθηκαν και όλοι εκεί τριγύρω μαγεμένοι άκουγαν το τραγούδι. Μόλις έσβησαν και οι τελευταίοι ήχοι της λύρας, όλοι δοξάσανε τον τρανό λυράρη θεό. Ο Πάνας νικημένος από τον Απόλλωνα, χώθηκε λυπημένος ακόμα πιο βαθιά μέσα στα λαγγάδια. Εκεί συχνά αντηχούνε οι τρυφεροί και θλιμμένοι ήχοι της φλογέρας του που τους αγροικούν με αγάπη οι νεαρές Νύμφες.

Έχοντας μια πολύ ερωτική φύση, ο Πάνας προσπάθησε να κατακτήσει και άλλες Νύμφες, χωρίς όμως επιτυχία. Η Νύμφη Ηχώ, που τον σαγήνεψε με τη μελωδική φωνή της, αρνήθηκε να ενωθεί με τον τραγοπόδαρο θεό. Τότε αυτός για να την εκδικηθεί, έβαλε τους προστατευόμενούς του βοσκούς να της επιτεθούν. Αίφνης η Νύμφη Πίτη δέχτηκε να μείνει μαζί του, αλλά για κακή του τύχη ο αντίζηλός του Βορέας, θύμωσε και την γκρέμισε από ένα βράχο. Η Γη τότε την λυπήθηκε και τη μεταμόρφωσε σε πεύκο. Για τη φύση αυτή του θεού εύγλωτες είναι οι αναπαραστάσεις του σε αγγεία και σε γλυπτά στις οποίες φαίνεται να εκδηλώνει τις ερωτικές του ορέξεις σε νύμφες και σε θνητές...

Αλλά και σε ιστορικά γεγονότα φαίνεται να έλαβε μέρος ο θεός σύμφωνα με τους αρχαίους συγγραφείς, προστρέχοντας τους Έλληνες εναντίον των εχθρών τους. Στην ιστορική λοιπόν μάχη του Μαραθώνα, ο Παυσανίας ("ΑΤΤΙΚΑ" Ι, 15,3 ) τον αναφέρει στο πλευρό των Αθηναίων, μαζί με την Αθηνά και το Θησέα. Ο Πάνας μαζί με τους Πανίσκους του σκόρπισαν τον τρόμο και τον πανικό στους Πέρσες και οι τελευταίοι τράπηκαν σε φυγή. Μάλιστα ο Ηρόδοτος γράφει (ΣΤ',105) ότι ο δρομέας μεγάλων αποστάσεων Φειδιππίδης κατά την διαδρομή του προς την Σπάρτη, λίγο πριν την μάχη, συνάντησε στο Παρθένιον όρος, πάνω από την Τεγέα το θεό. Σύμφωνα λοιπόν με τη διήγηση του Φειδιππίδη στους Αθηναίους, ο Πάνας τον φώναξε με το όνομα του και τον ρώτησε γιατί δεν φροντίζουν οι Αθηναίοι γι' αυτόν, ενώ ο ίδιος τους είχε βοηθήσει κατά το παρελθόν και ότι το ίδιο θα κάνει και στο μέλλον… Οι Αθηναίοι μετά την νίκη τους του αφιέρωσαν ένα ιερό σε σπήλαιο που βρίσκεται στην βόρεια πλευρά της Ακρόπολης. Εξ' άλλου ο Μιλτιάδης, στρατηγός της μάχης του Μαραθώνα,, μερίμνησε για την κατασκευή αγάλματος του θεού, το οποίο έφερε την επιγραφή "Τον τραγόπουν εμέ Πάνα, τον Αρκάδα, τον κατά Μήδων, τον μετ' Αθηναίων, στήσατο Μιλτιάδης". Έτσι ο Πάνας έτυχε ευρύτερης αναγνώρισης στον αρχαίο ελληνικό κόσμο.

Ο Πάνας λατρεύτηκε και από τους αρχαίους Ρωμαίους. Σαν πολεμικός σύμμαχος αλλά και σαν θεότητα των μακρινών προγόνων τους, των Αρκάδων. Την λατρεία αυτή μετέφερε από τη μακρινή του πατρίδα Παλλάντιο, ο Αρκάδας Εύναδρος, ένας από τους οικιστές της Ρώμης, γιος του Ερμή και της Νύμφης Νικοστράτης. Ο Εύναδρος φθάνοντας και στην περιοχή της μετέπειτα Ρώμης μύησε τους εκεί βοσκούς στις λατρείες του τραγοπόδαρου θεού καθώς και του Ερμή. Και στην κορυφή του ψηλότερου λόφου από αυτούς που αγκαλιάζουν τον Τίβερη - λόφου που τον ονόμασε Παλλάντιον - έκτισε βωμό προς τιμήν του Πανός. Αργότερα ο θεός θα ταυτισθεί στην αρχαία Ρώμη με το ρωμαϊκό θεό Φαύνο και θα λατρευθεί με ετήσιες γιορτές, τη Λουπερκάλια, που έμοιαζαν με τις τελετουργίες των αρχαίων Αρκάδων στο Λύκαιο όρος. Από τους ρωμαϊκούς χρόνους σώζονται πολλές αναπαραστάσεις του με διάφορες προελεύσεις. Η Πομπηία αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα.

Η μορφή του Πάνα είναι καταλυτική για την Τέχνη και στους μεταγενέστερους χρόνους. Στους χρόνους της Αναγέννησης και αργότερα, ακόμα και μέχρι τις μέρες μας. Στη ζωγραφική, τη γλυπτική και την ποίηση. Ήδη από τα προγενέστερα χρόνια του Θεόκριτου, αυτός και ο συμβολισμός ή η αλληγορία του -συχνά ερωτική -, αποτελούν κεντρικό σημείο αναφοράς και εύμπνευσης στη βουκολική ποίηση και ειδικότερα στα (μετά Θεόκριτον) ποιμενικά ειδύλλια. Ο Πάνας είναι λοιπόν συχνά ο ο ήρωας ή ο ενσαρκωτής των βουκολικών διαλόγων και θεμάτων. ’Αλλοτε εμφανίζεται υποδηλώνοντας διάχυτο ερωτισμό, άλλοτε ταύτιση ή προσέγγιση με τη φύση, άλλοτε μυσταγωγία και ποιμενικό πρωτογονισμό. ’λλοτε πάλι εμφανίζεται και σαν πρωτόγονη ενσάρκωση της αρμονίας του κόσμου, κάτι που πρώτα εκφράζεται στους Ορφικούς Ύμνους και που αποτελεί κατά κάποιν τρόπο "αναβάθμιση" του θεού σαν καθολικού θεού, θεού του "Παντός" (κατά το "Πάν"="τα πάντα"), σύμφωνα με τη φιλοσοφική νεοπλατωνική και νεοπυθαγόρεια σκέψη. Ο παρακάτω Ορφικός Ύμνος συνοψίζει αυτή τη θεώρηση:

Τον ισχυρό Πάνα καλώ, προστάτη των ποιμένων,
τον ουρανό, τη θάλασσα κι ολοόκληρο τον κόσμο,
τη γη, όλων βασίλισσα, την άσβεστη τη φλόγα,
όλα αυτά που του Πανός λογίζονται κομμάτια.
Ευλογημένε χορευτή, περιπλανώμενε, έλα
συ των Ω ρών ομόθρονε, με τα τραγίσια πόδια,
συ βακχευτή θε'οπνευστε, που ζεις επάνω στ' άστρα,
την αρμονία απηχείς του κόσμου με τραγούδι
συ των ανθρώπων ξάφνιασμα, που προκαλείς το φόβο,
που σε λατρεύουν στις πηγές ποιμένες και βουκόλοι,
εύστοχος είσαι, θηρευτής και της Ηχώς ο φίλος,
συγχορευτή συ των νυμφών, που από παντού γεννιέσαι,
γεννήτορα των πάντων, θεέ, μ' ονόματα περίσσια,
Παιάνα κοσμοκράτορα, την αύξηση ευοδώνεις,
φέρνεις το φως και τους καρπούς και μες τα σπήλαια μένεις,
οξύθυμε, αληθινός ο κερασφόρος Δίας.
Το απέραντο σώμα της γης στηρίζεται σε σένα
και το νερό, που στα βαθιά με ρεύματα κυλάει,
της άοκνης της θάλασσας σε σένα υπακούει
κι ο Ωκεανός που με νερά τη γη την περιζώνει
κι ο αέρας που αχώριστο του βίου είναι κομμάτι,
ζωής σπηνθήρας και ψηλά, στην κορυφή επάνω,
της αεικίνητης φωτιάς το πυρωμένο μάτι.
Το θείο το πλύμορφο οι προσταγές σου ορίζουν
κι αλλάζεις με φριντίδες σου τις φύσεις των πραγμάτων
και με δική σου μέριμνα όλων τη φύση αλλάζεις
θρέφοντας γενεά θνητών στον άπειρο τον κόσμο.
Αλλά μακάριε, βακχευτή, θεόπνευστε, αποδέξου
τις αγιασμένες τις σπονδές, καλό θάνατο δώσε
στης γης την άκρη διώχνοντας του πανικού τον τρόμο".
Ορφικός Ύμνος στον Πάνα
arcadia

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Popular Posts